Θυμίζει λούνα πάρκ απο ταινία τρόμου. Τα φώτα σβήνουν και σκοτάδι βαθύ πέφτει. Τα γέλια σταματάνε απότομα και η σιωπή είναι τόσο τεράστια που μπορείς να ακούσεις τους χτύπους της καρδιάς σου να ανεβαίνουν με σταθερό ρυθμό. Ο χρόνος παγώνει μαζί με εσένα και κάθε ίντσα στο σώμα σου μουδιάζει. Το στόμα παραμένει ανοιχτό, προσπαθώντας να βγάλει μετά βίας λέξεις αλλά η φωνή σου δεν λέει να ακουστεί. Ένα χέρι που σε κρατούσε, ξαφνικά εξαφανίζεται και μένεις μόνος, με την καρδιά σου που χτυπάει σαν τρελή. Ξαφνικά τα φώτα ξανά ανάβουν, τυφλωνοντας τα βουρκωμένα μάτια. Οι ήχοι είναι παραμορφωμένοι και τα γέλια διεστραμμένα. Νιώθεις την ανάγκη να αμυνθέις αλλα το σώμα σου δεν λέει να κουνηθεί. Το τρενάκι σταματάει και τα φρένα είναι τόσο αιχμηρά που ακούς ένα μεγάλο μπάμ μέσα στα αυτιά σου. Κουνάς τα δάχτυλά σου διστακτικά και αργά, ψάχνωντας να βρείς το χέρι που σε κρατούσε μα έχει χαθεί. Μόνος λοιπόν, σκέφτεσαι. Μόνος, σε ένα πάρκο αναψυχής που φτιάχτηκε απο εσένα. Υπήρχε και κάποιος άλλος κάποτε. Κάποιος που σε βοήθησε να το χτίσεις, μα δεν θυμάσαι ποιος ήταν. Ο πόνος δεν αφήνει το μυαλό να συγκεντρωθεί. Αργά και σταθερά, νιώθεις το σώμα σου και πάλι. Ο πόνος σταματάει και ένα κενό παίρνει την θέση του. Το μυαλό σου δεν μπορεί να καταλάβει και να συνειδητοποιησει την όλη κατάσταση. Εύχεσαι όλο αυτό να είναι απλά ένας υπερβολικά καλοσχεδιασμένος και ρεαλιστικός εφιάλτης. Τσιμπάς τον εαυτό σου για να ξυπνήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Κοιτάς γύρω γύρω, ψάχνεις και πάλι να βρείς το άτομο που κάποτε ήταν εκεί και το μόνο που βλέπεις είναι σκιές. Σκιές μιας κάποτε υπέροχης αγάπης. Μιάς αγάπης που θα πουλούσες την ψυχή σου στον διάβολο για να την ξανά έχεις. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα γεμάτη κάρβουνό. Τα μάτια βλεφάρισαν και όλα καίγονται ξαφνικά. Αποπνικτικός αέρας και εσύ κολλημένος στην θέση σου, αβοήθητος, μη ξέροντας πως να αντιδράσεις. Ο καπνός θολώνει την όραση σου. Απο την άλλη, ίσως να είναι και τα βουρκωμένα μάτια που δεν λένε να σταματήσουν να τρέχουν.
Η αναπνοή δυσκολεύει ολοένα και πιο πολύ. Αρχίζεις να περπατάς και σε κάθε βήμα ο ρυθμός ανεβαίνει. Το τρέξιμο αρχίζει, μπας και προλάβεις και σωθείς απο τα συντρίμια που πέφτουν γύρω σου. Δοκάρια που φλέγονται και όνειρα που συνθλίβονται ένα ένα σε έναν σεισμό που δεν δείχνει κανένα έλεος. Ψάχνεις να βρέις την έξοδο αγχωτικά και έξοδο δεν βρίσκεις πουθενά. Κάθε δρόμος οδηγεί σε ένα καινούριο αδιέξοδο. Τα πόδια σου χάνουν την δυναμή τους και οι πνεύμονες σου αρχίζουν και πεθαίνουν αργά. Οι σκιές πλησιάζουν απειλητικά προς το μέρος σου και εσύ για άλλη μια φορά στα γόνατα, αβοήθητος και απελπισμένος. Μάταια όλα, σκέφτεσαι και ο ουρανος σπάει σε χίλια κομμάτια. Νιώθεις χέρια να σε ακουμπάνε και να σε σφίγγουν παντού. Θύματα ενός καμμένου λούνα πάρκ που ποτέ του δεν πέτυχε. Σε τραβάνε, σε κάνουν μπαλάκι, σε ένα συναισθηματικό και αναπόφεκτο τρενάκι. Οι επιλογές σου μηδαμινές. Είτε πεθαίνεις, είτε το αποδέχεσαι και μετά πεθαίνεις ακόμα πιο πολύ. Η ταχύτητα ανεβένει σταδιακά και νιώθεις ολοένα και πιο πολύ την δύναμη της βαρύτητας καθώς το τρένο πέρνει απότομες στροφές. Κάθε στροφή που περνάει σε κάνει να αναρωτιέσαι αν θα είναι και η τελευταία. Ο χρόνος φαίνεται να περνάει γρήγορα μα εσύ νιώθεις τα δευτερόλεπτα σαν χρόνια. Στροφές και στροφές και στροφές σε μια βόλτα ατελείωτη.
Κλείνεις τα μάτια και πέρνεις μια βαθιά ανάσα. Ηρεμείς παρόλο που γύρω σου τα πάντα είναι χαοτικά. Έτσι απλά το τρενάκι εκτροχιάζεται. Ανοίγεις τα μάτια συνοδεύοντας το άνοιγμα με ακόμα μια βαθιά ανάσα και κοιτάς το κενό απο ψηλά με χαμόγελο. Το χάος δεν έχει σημασία. Οι σκιές φωνάζουν μα εσύ δεν ακούς. Χαμένος σε μια μεγάλη δόση γαλήνης, μια αίσθηση σωτηρίας που δεν είχες ξανανιώσει. Η απόσταση μικραίνει και το τρένο σταματάει απότομα στην άσφαλτο. Τελικά υπήρχε μια έξοδος απο τον εφιάλτη. Tο μόνο κριτήριο για να βγείς ήταν να χάσεις τον εαυτο σου και το μυαλό σου. Μικρό το τίμημα μπροστά σε αυτά που ήδη χάθηκαν.